- περιαιωρέομαι
- περιαιωρέομαι,A hang about,
λευκαὶ κορυφᾷ περιαιωρεῦνται Cerc. 7.12
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκαὶ κορυφᾷ περιαιωρεῦνται Cerc. 7.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιαιωρεῦνται — περιαιωρέομαι hang about pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)